- κονγκολέζικος
- -η, -ο [Κονγκολέζος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Κονγκό ή προέρχεται από το Κονγκό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek